πτυχωτός

πτυχωτός
-ή, -ό
αυτός που έχει πτυχές.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτυχωτός — ή, ό, Ν αυτός που έχει πτυχές, πλισάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτυχώνω. Η λ., στο θηλ. πτυχωτή (γη), μαρτυρείται από το 1896 στο Δελτίον Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας] …   Dictionary of Greek

  • γριλιαστός — (I) ή, ό [γρίλα] πτυχωτός, σουρωτός. (II) ή, ό [γρίλια] αυτός που έχει γρίλιες …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • ηθμός ή φίλτρο — Πορώδες σώμα (χαρτί, ύφασμα, στρώμα άμμου ή ξυλάνθρακα, πορώδης κεραμική ύλη κ.ά.) με τη βοήθεια του οποίου γίνεται η διήθηση (στράγγισμα, φιλτράρισμα). Για τις χημικές εργαστηριακές διηθήσεις χρησιμοποιείται κυρίως ο πτυχωτός η. από διηθητικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιούρας — (Jura). Οροσειρά της κεντρικής Ευρώπης, που εκτείνεται κυρίως στη Γαλλία και στην Ελβετία και σε ένα μικρότερο τμήμα της στη Γερμανία. Ο γαλλοελβετικός Ι., που περιβάλλεται από τον Ροδανό και τον Ρήνο, αποτελείται από πετρώματα, η ηλικία των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”